- πολυπάθεια
- ἡ, ΜΑ [πολυπαθής]1. το να υπόκειται κανείς σε πολλά πάθη σώματος και ψυχής ή σε πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων2. ποικιλία παθών, σωματικών και ψυχικώναρχ.το να έχει περάσει κανείς πολλές δυστυχίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυπαθείᾳ — πολυπαθείᾱͅ , πολυπάθεια suffering of many calamities fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπάθεια — suffering of many calamities fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπάθεια — η το να παθαίνει κανείς πολλές δυστυχίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυπαθείας — πολυπαθείᾱς , πολυπάθεια suffering of many calamities fem acc pl πολυπαθείᾱς , πολυπάθεια suffering of many calamities fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπάθειαν — πολυπάθεια suffering of many calamities fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱԶՄԱԿՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 408 Chronological Sequence: 8c գ. πολυπαθεία multiplex affectio Կրելն զբազում ինչ. ունելն զբազում կիրս, եւ զբերմունս. *Զերգոցն (երգոց երգոյն) նիւթեղէնս բազմակրութիւնս. Դիոն. թղթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)